ηδονισμός

ηδονισμός
Όρος που στη φιλοσοφία σημαίνει κάθε ηθική αντίληψη που θέτει θεμέλιό της την επιδίωξη της ηδονής. Συχνά χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του ωφελιμισμού και του ευδαιμονισμού, όρων σχετικών με τις θεωρίες που περιορίζουν τον σκοπό της ζωής στην αναζήτηση του ωφέλιμου και της ευδαιμονίας. Με τη στενή του ωστόσο έννοια, ο όρος η. αναφέρεται στο φιλοσοφικό σύστημα που εξαίρει τη χωρίς ενδοιασμούς αναζήτηση και απόλαυση της ηδονής σε κάθε στιγμή – ενώ οι όροι ωφελιμισμός και ευδαιμονισμός αναφέρονται γενικά σε αντιλήψεις ορθολογικές, σύμφωνα με τις οποίες η εκλογή της ηδονής, παρότι βρίσκεται στο κέντρο της ηθικής ζωής, απορρέει από έναν υπολογισμό ή μια ορθολογική εκτίμηση των αγαθών που μπορούν να πραγματοποιηθούν. Σύμφωνα με τη στενότερη αυτή έννοια του όρου, ο μόνος πραγματικός η. στη δυτική ηθική είναι o η. του Αρίστιππου του Κυρηναίου (5ος−4ος αι. π.Χ.). Αυτός, τροποποιώντας τη σωκρατική αντίληψη –σύμφωνα με την οποία κάνουμε το αγαθό μόνο με τον όρο ότι αυτό μας προκαλεί τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση– ταύτισε την ηδονή με το αγαθό, εξαίροντας την πρόσκαιρη και άμεση απόλαυση της στιγμής, πέρα από κάθε νοητική θεώρηση της ηδονής. Μετριοπαθέστερες, αντίθετα, αποχρώσεις του η. είναι οι σχετικές αντιλήψεις του Επίκουρου, του Βάλα, του Γκασέντι, πολλών οπαδών του Διαφωτισμού και του Μπένθαμ.
* * *
ο
1. το να αισθάνεται ή να εντρυφά κάποιος στην ηδονή, στην ηδυπάθεια
2. (ψυχιατρ.) η παθολογική αναζήτηση τής τέρψεως
3. (φιλοσ.) το φιλοσοφικό σύστημα τών ηδονικών ή ηδονιστών, κατά το οποίο κίνητρο και σκοπός όλων τών ενεργειών τού ανθρώπου είναι η ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hedonism (< ηδονή + κατάλ. -ism). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Χρ. Παπαδόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηδονισμός — ο 1. φιλοσοφική άποψη που θεωρεί την κατάκτηση της ηδονής ως κίνητρο και υπέρτατο σκοπό των πράξεων των ανθρώπων: Ιδρυτής του ηδονισμού υπήρξε ο Αρίστιππος από την Κυρήνη. 2. το να είναι κάποιος φιλήδονος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Hedonism — is the philosophy that pleasure is of ultimate importance, the most important pursuit. The name derives from the Greek word for delight (polytonic|ἡδονισμός hēdonismos from polytonic|ἡδονή hēdonē pleasure , a cognate of English sweet + suffix… …   Wikipedia

  • Hedonie — Hedonismus (gr. ἡδονισμός hēdonismós, von ἡδονή hēdonē „Lust” und ismus), selten auch Hedonik, bezeichnet eine philosophische bzw. ethische Strömung, die Lust als höchstes Gut und Bedingung für Glückseligkeit und gutes Leben ansieht. Im Gegensatz …   Deutsch Wikipedia

  • Hedonist — Hedonismus (gr. ἡδονισμός hēdonismós, von ἡδονή hēdonē „Lust” und ismus), selten auch Hedonik, bezeichnet eine philosophische bzw. ethische Strömung, die Lust als höchstes Gut und Bedingung für Glückseligkeit und gutes Leben ansieht. Im Gegensatz …   Deutsch Wikipedia

  • Hedonisten — Hedonismus (gr. ἡδονισμός hēdonismós, von ἡδονή hēdonē „Lust” und ismus), selten auch Hedonik, bezeichnet eine philosophische bzw. ethische Strömung, die Lust als höchstes Gut und Bedingung für Glückseligkeit und gutes Leben ansieht. Im Gegensatz …   Deutsch Wikipedia

  • Hedonistisch — Hedonismus (gr. ἡδονισμός hēdonismós, von ἡδονή hēdonē „Lust” und ismus), selten auch Hedonik, bezeichnet eine philosophische bzw. ethische Strömung, die Lust als höchstes Gut und Bedingung für Glückseligkeit und gutes Leben ansieht. Im Gegensatz …   Deutsch Wikipedia

  • Philosophie antique — La philosophie naît véritablement au milieu du VIIe siècle avant notre ère, par des physiciens dont la pensée du monde peut paraître à nos yeux poétique. Ces hommes sont désignés sous le nom de Présocratiques, un terme dérivé de Socrate, l… …   Wikipédia en Français

  • χρυσηδονισμός — ή χρυσοηδονισμός, ο, Ν παλαιότερη οικονομική θεωρία, κατά την οποία ο πλούτος σε πολύτιμα μέταλλα υπερέχει τού πλούτου σε γεωργικά και βιομηχανικά προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ηδονισμός (< ηδονή + κατάλ. ισμός*)] …   Dictionary of Greek

  • κυρηναϊκοί — Φιλόσοφοι της αποκαλούμενης Κυρηναϊκής σχολής, της οποίας την ίδρυση η αρχαία παράδοση αποδίδει –γεγονός που σήμερα αμφισβητείται– στον Αρίστιππο (5ος –4ος αι. π.Χ.), μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που είχαν συνδεθεί με τον Σωκράτη. Η… …   Dictionary of Greek

  • τρυφή — η 1. απολαυστική ζωή, καλοπέραση, χουζούρι. 2. μτφ., φιληδονία, ηδονισμός, ακολασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”